- επιτοξεύω
- ἐπιτοξεύω (Α)τοξεύω εναντίον κάποιου («Ἔρως ἐπαίδευσε τήν ἐρωμένην ἐπιτοξεύειν ταῑς τῶν ὀμμάτων βολαῖς», Αρισταίν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτοξεύειν — ἐπιτοξεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτοξεύοντες — ἐπιτοξεύω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτοξεύσας — ἐπιτοξεύσᾱς , ἐπιτοξεύω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτοξεύσασα — ἐπιτοξεύσᾱσα , ἐπιτοξεύω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)